- πτυχώνω
- [-ώ (ο)] μετ.1) делать складки, сборки (на чём-л.), сборить (что-л.); 2) плиссировать;
πτυχώνομαι [- — обμαι] — собираться в складки, морщить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πτυχώνομαι [- — обμαι] — собираться в складки, морщить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πτυχώνω — Ν σχηματίζω πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτυχή. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Κ. Μεταξά] … Dictionary of Greek
πτυχώνω — πτύχωσα, πτυχώθηκα, πτυχωμένος 1. κάνω κάτι να έχει πτυχές. 2. το μέσ., πτυχώνομαι σχηματίζομαι, γίνομαι με πτυχές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… … Dictionary of Greek
διπλάσιος — α, ο (AM διπλάσιος, α, ον Α και διπλήσιος, α, ον) 1. ο δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος 2. το ουδ. ως ουσ. το διπλάσιο ποσό ή αξία δύο φορές μεγαλύτερη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *δίπλατος + ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροτος, διφάσιος < δίφατος) … Dictionary of Greek
εξακοσιαπλάσιος — α, ο αυτός που είναι εξακόσιες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *εξακοσιάπλατος + ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροστος, διφάσιος < δίφατος). Στον υποθετ. αμάρτ. τ. απαντά η μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *pel… … Dictionary of Greek
πλισ(σ)άρω — Ν κατασκευάζω πτύχωση σε ένα ύφασμα, κάνω πλισ(σ)έ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plisser «διπλώνω» < λατ. plico «πτυχώνω, διπλώνω»] … Dictionary of Greek
πτυχωτός — ή, ό, Ν αυτός που έχει πτυχές, πλισάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτυχώνω. Η λ., στο θηλ. πτυχωτή (γη), μαρτυρείται από το 1896 στο Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας] … Dictionary of Greek
πτύχωση — (Γεωλ.). Στη γεωλογία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο τα στρώματα των πετρωμάτων, υποκείμενα σε σύνθετες δυνάμεις, οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των μεγάλων ορογενετικών κινήσεων του γήινου φλοιού, ανυψώνονται και πτυχώνονται,… … Dictionary of Greek
σουρώνω — Ν 1. στραγγίζω («σουρώνω τα μακαρόνια») 2. (σχετικά με ύφασμα) σχηματίζω πιέτες, πτυχώνω 3. (αμτβ.) ζαρώνω («σούρωσε το φόρεμα και θέλει σιδέρωμα») 4. μτφ. α) πίνω υπερβολικά, μεθοκοπώ β) εξασθενώ, αδυνατίζω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σουρωμένος, η … Dictionary of Greek
σουφρώνω — Ν 1. (μτβ. και αμτβ.) πτυχώνω, ζαρώνω, ρυτιδώνω 2. μτφ. κλέβω με επιτήδειο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούφρα. Η άποψη ότι ο τ. σουφρώνω < συνοφρυῶ / ώνω δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek